βαγδάτιν

βαγδάτιν
βαγδάτιν και βαγδαΐτιν (το) (Μ)
(ως επίθ. ή ουσ.) (ύφασμα ή φόρεμα) που προέρχεται από τη Βαγδάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαγβάτιν < (τοπων.) Βαγδάτη, ο δε τ. βαγδαΐτιν από επίδραση τού Βαγδαΐτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”